πηροδακτυλία

πηροδακτυλία
η, Ν [πηροδάκτυλος]
συγγενής δυσμορφία ενός ή περισσότερων δακτύλων τών ποδιών ή τών χεριών, κατά την οποία αυτοί είναι μικροί, στρεβλωμένοι ή κολοβοί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πηροδάκτυλος — η, ο, Ν ιατρ. αυτός που πάσχει από πηροδακτυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + δάκτυλος (< δάκτυλο), πρβλ. ροδο δάκτυλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”